αείποτε

αείποτε
επίρρ.
πάντοτε, διαρκώς, αιωνίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αεὶ + ποτέ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • Βρυώνης, Ομέρ — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Τουρκαλβανός στρατιωτικός ηγέτης. Ονομαστός πολέμαρχος στην υπηρεσία του σουλτάνου κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, καταγόταν από τον γνωστό ελληνικό οίκο των Βρυώνηδων που εξισλαμίστηκε μετά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”